- κάδδιον
- κάδδιον, τὸ (Α)βλ. κάδιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καδδίον — καταδέω 1 bind on pres part act masc voc sg (attic doric) καταδέω 1 bind on pres part act neut nom/voc/acc sg (attic doric) καταδέω 2 lack pres part act masc voc sg (doric) καταδέω 2 lack pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδδιον — κατά δίω put to flight imperf ind act 3rd pl (homeric) κατά δίω put to flight imperf ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδιον — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 266 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 81 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * κάδιον και κάδδιον και κάδιν, τὸ (Α) [κάδος] 1. μικρός… … Dictionary of Greek